- παιώνειος
- παιώνειος, -ον (Α)βλ. παιώνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παιώνειον — Παιώνειος masc/fem acc sg Παιώνειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιωνείους — Παιώνειος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιώνεια — Παιώνειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… … Dictionary of Greek